Μου αρέσουν τα τραγούδια που διηγούνται ιστορίες. Σήμερα το είδος αυτό τείνει δυστυχώς να εκλείψει. Πολύ σπάνια πια κάποιο τραγούδι, συνήθως μπαλάντα, μπορεί να μας πει μια μικρή ιστορία. Τα τραγούδια-ιστορίες έχουν το πλεονέκτημα να σε κάνουν με τη φαντασία σου να φτιάξεις μια δική σου «ταινία» για τη σκηνή που περιγράφουν. Ένα από τα μουσικά είδη, που καλλιεργούν τη μουσική διήγηση στους στίχους τους, είναι η κάντρι. Η κάντρι, ελάχιστα γνωστή στην Ελλάδα, είναι ένα ιστορικό μουσικό είδος, που εξακολουθεί να έχει σπουδαία δυναμική και σήμερα με εξαιρετικούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα. Αλλά περί αυτού επιφυλάσσομαι σε ένα άλλο post. Μια από τις ωραίες ιστορίες, που έχω ακούσει σε τραγούδι κάντρι είναι και τούτη, όπως την έχω φτιάξει από τους στίχους του:
Ζεστό καλοκαιρινό βράδυ και ένα τραίνο προχωρά κάπου στις ερημιές της Άγριας Δύσης. Σ’ ένα βαγόνι κάποιοι επιβάτες έχουν στήσει μια παρτίδα πόκερ για να περάσει η ώρα. Ένας νεαρός που παίζει, χάνει συνέχεια και γενικώς κάνει χαζομάρες: βιάζεται, μιλάει πολύ, δείχνει νευρικός. Ένας από τους παίκτες της παρτίδας, ο πιο ηλικιωμένος, μετά το τέλος τον παίρνει παράμερα και κάθονται μπροστά σ’ ένα τζάμι, ενώ έξω περνά το νυχτερινό τοπίο. Στην αρχή είναι σιωπηλοί και κανείς τους δε νυστάζει. Ύστερα ο μεγάλος λέει στο νεαρό: «Παιδί μου, σε όλη μου τη ζωή έμαθα να διαβάζω τα πρόσωπα των ανθρώπων και να καταλαβαίνω τι χαρτιά έχουν από την κίνηση των ματιών τους. Συγγνώμη που σου το λέω, αλλά για να μη ξεμείνεις από άσους, δώσε μου μια γουλιά από το ουίσκι σου και θα σου δώσω μερικές συμβουλές».
Ο μικρός του δίνει το μπουκάλι και ο γέρος χαρτοπαίκτης το αδειάζει μονορούφι. Ανάβει τσιγάρο και μέσα στη νεκρική ησυχία της νύχτας το πρόσωπό του γίνεται εντελώς ανέκφραστο. Ξεκινά και λέει: «Αν θες να παίξεις αυτό το παιχνίδι, πρέπει να μάθεις να το παίζεις σωστά. Πρέπει να ξέρεις πότε θα μπλοφάρεις, πότε θα κρατάς χαρτιά, πότε θα το «στρίβεις» διακριτικά και πότε θα το βάζεις στα πόδια. Ποτέ μα ποτέ δεν θα μετράς τα λεφτά σου όσο βρίσκεσαι στο τραπέζι, θα έχεις χρόνο για μέτρημα όταν φύγεις με αυτά στις τσέπες σου. Φιλαράκο μου, κάθε χαρτοπαίκτης ξέρει πως το μυστικό για να επιβιώσει είναι να ξέρει τι φύλλο να ρίξει και τι φύλλο να κρατήσει. Καθένα από δαύτα μπορεί να σε φτιάξει ή μπορεί και να σε καταστρέψει και να καταλήξεις η καλύτερη σου επιθυμία να είναι να πεθάνεις στον ύπνο σου». Τελειώνοντας τις συμβουλές του, σβήνει το τσιγάρο και τον παίρνει ο ύπνος. Ο νεαρός γυρίζει στο μυαλό του όσα άκουσε και μέσα στη σιωπή της νύχτας, σκέφτεται την επόμενη παρτίδα και ποιόν άσο θα κρατήσει.
Το τραγούδι αυτό γράφτηκε το 1976 από το Ντον Σλιτζ και το είπαν κάμποσοι τραγουδιστές της κάντρι, ανάμεσά τους και ο μέγιστος Τζόνι Κας, αλλά από κανένα τους δεν έγινε επιτυχία. Αυτός που τελικά το απογείωσε το 1978, ήταν ο Κένι Ρότζερς και το έκανε ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια στην ιστορία της κάντρι. Εικόνες και σκηνές από την εποχή του Φαρ-Ουέστ, τότε που οι αχανείς εκτάσεις του διασχίζονταν εκτός από πιστολέρος και από τυχοδιώκτες επαγγελματίες χαρτοπαίκτες, που συνήθως είχαν κακό τέλος. Ένα τέτοιο τέλος, «καλό» όμως, μας αφήνει να εννοήσουμε ότι είχε και ο γέρος gambler του τραγουδιού. Άραγε αποκοιμήθηκε ή πέθανε στον ύπνο του, όπως ευχόταν; Σπουδαίο τραγούδι με εθιστικό ρεφρέν:
You’ve got to know when to hold ’em
Know when to fold ’em
Know when to walk away
And know when to run
You never count your money
When you’re sittin’ at the table
There’ll be time enough for countin’
When the dealin’s done…..