Έχω ακούσει -υποθέτω και οι περισσότεροι από εσάς- τους γονείς μου, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου να χρησιμοποιούν πάμπολλες λέξεις, που πλέον κανείς δεν εκφέρει, ίσως ελάχιστοι άνθρωποι να υπάρχουν που να τις γνωρίζουν και να τις μιλούν. Κι όμως, πρόκειται για ένα τεράστιο γλωσσικό πλούτο, που σιγά-σιγά σβήνει και χάνεται στη λήθη και στο πέρασμα του χρόνου. Οι λέξεις αυτές συχνά -αλλά όχι αποκλειστικά- προέρχονται από τον κόσμο της υπαίθρου και των χωριών, που κάποτε ήταν γεμάτα από κατοίκους και αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά της Ελλάδας. Η μετακίνηση μεταπολεμικά μεγάλων πληθυσμών προς τα αστικά κέντρα έριξε στην αχρησία πολλές από αυτές τις λέξεις, που σχετίζονταν με την καθημερινότητα της ζωής στο χωριό, το χωράφι, το βουνό και τη θάλασσα. Στη συνέχεια ήλθε η κυριαρχία της τηλεόρασης, που επέβαλε ένα ομοιόμορφο τρόπο ομιλίας προσαρμοσμένο στα αστικά πρότυπα και τα τελευταία 20 χρόνια το διαδίκτυο, που έχει σαρώσει γλωσσικά τα πάντα με τη γενικευμένη χρήση της αγγλικής και τις πλήθος συντομογραφίες. Έτσι που να βρεθεί χώρος για να χρησιμοποιηθούν αυτές οι λέξεις, που έρχονται από το το μακρινό παρελθόν κουβαλώντας αρχαιοελληνικές, βυζαντινές, σλαβικές, τουρκικές, αλβανικές, βενετσιάνικες, αραβικές και ιταλικές καταβολές; Ποιός θα κάνει σήμερα λόγο π.χ. για την «αστρέχα» ; (μια λέξη που θυμάμαι να χρησιμοποιεί η γιαγιά μου από την Άρτα). Είναι κακό να βάζει κανείς «μαναφούκια» ; (μια από τις αγαπημένες μου παπαδιαμαντικές λέξεις…) Ακόμη τι συμβαίνει όταν έχουμε «κατσιφάρα» και «γκαϊλέ» (λέξη που λέμε και στα Γιάννινα νομίζω) ή ακόμη και «ζάντζα»; Τι πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς με τη «μονομερίδα» ; Τι μας χρειάζεται η «βεδούρα» ;
Ο Νίκος Σαραντάκος στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Λέξεις που χάνονται – Ταξίδι σε 366 σπάνιες λέξεις» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου-2011) έχει συλλέξει με κόπο 366 σπάνιες λέξεις, που είτε δεν εκφέρονται πλέον είτε έχουν ήδη χαθεί εντελώς. Μέσα από το αμέτρητο πλήθος των λέξεων αυτών επιλέγει να ερμηνεύει μερικές εκατοντάδες μόνο με κριτήριο την παρουσία τους στα δύο πιο διαδεδομένα λεξικά της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη και του καθηγητή Γεωργίου Μπαμπινιώτη. Οι λέξεις αυτές στη μεγάλη τους πλειοψηφία έχουν διάδοση αν όχι πανελλήνια πάντως σε μεγάλο τμήμα της Ελλάδας. Δεν περιλαμβάνονται -εκτός λίγων εξαιρέσεων- λέξεις από τα μεγάλα ελληνικά ιδιώματα: κρητικό, κυπριακό, επτανησιακό, ποντιακό, καθώς αν μπει κανείς σε αυτά θα χάσει κυριολεκτικά τη μπάλα… Κάθε λέξη αναλύεται ετυμολογικά και ιστορικά, με παραδείγματα από χρήση της στη λογοτεχνία, εάν υπάρχουν τέτοια. Μέσα στις σελίδες του ο καθένας θα βρει μια ξεχασμένη λέξη που είχε χρόνια να ακούσει πιθανόν από το χωριό του, τον παππού και τη γιαγιά του.
Για να σχηματίσετε μια εικόνα για το περιεχόμενο, ιδού μερικά λήμματα, το 1/10 του συνόλου, παρμένα περίπου στην τύχη:
- αβαγιανός
- αλιτζές
- αντράλα
- αρουλίζω
- βεδούρα
- βοδώνω
- γερδέλι
- γκαϊλές
- γουλόζος
- διώμα
- ζαμπούνης
- ζνίχι
- καλιοντζής
- καρύτζαφλος
- κατσιφάρα
- κνικάτος
- κουρνάζος
- λιμπά, τα
- μαναφούκι
- μονομερίδα
- μπακράτσι
- μπονόρα
- ναμικιόρης
- ξαντιμεύω
- οσκρός
- πίζουλος
- πρέντζα
- ρομπατσίνα
- σατίρι
- σοπάκι
- ταζέδικος
- ταυραμπάς
- τράφος
- τσίμπαλο
- φλετουρώ
- χάψη
- ψίκι
Διαβάζοντας το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου έμεινα από τη μια με την αίσθηση της ικανοποίησης ότι άκουσα να εκφέρονται στην εποχή τους και βίωσα τη χρήση κάποιων από τις λέξεις αυτές και από την άλλη με τη μελαγχολική αίσθηση της απώλειας ενός παρελθόντος που δεν πρόκειται ποτέ πια να αναβιώσει…