Η πρόσφατη απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία έφερε στην επικαιρότητα ένα φαινόμενο εν πολλοίς ξεχασμένο στην περιοχή μας και στη χώρα μας. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. το 1979 έβαλε οριστικά εκτός οποιασδήποτε προοπτικής τον κίνδυνο στρατιωτικού πραξικοπήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του το 1830 μέχρι και την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών το 1974 συγκαταλεγόταν στους «παγκόσμιους πρωταθλητές» στα πραξικοπήματα (ή αλλιώς «Κινήματα»- μέχρι που ιδρύθηκε το ΠΑΣΟΚ και η λέξη άλλαξε νοηματοδότηση). Ειδικότερα στο διάστημα αυτό έλαβαν χώρα στην Ελλάδα 18 πραξικοπήματα ή απόπειρες πραξικοπημάτων. Η εκτροπή του πολιτεύματος σε στρατιωτική δικτατορία ήταν κάτι που μπορούσε σχετικά «λογικά» να συμβεί εν Ελλάδι μέχρι και πριν από 40 χρόνια. Πολλοί από εμάς θυμόμαστε την επιβολή της δικτατορίας την 21η Απριλίου 1967, το πραξικόπημα του Ιωαννίδη το Νοέμβριο του 1973 αμέσως μετά τα γεγονότα του Πολυτεχενείου, αλλά και το αποτραπέν γνωστό ως «Κίνημα της πυζάμας» το 1975 με πρωταγωνιστές κάποιους αμετανόητους χουντικούς αξιωματικούς. Δεν είναι επομένως μακριά η εποχή όπου ξυπνούσες ένα πρωί και άκουγες από το ραδιόφωνο εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια και ανακοινώσεις για αναστολή ισχύος άρθρων του Συντάγματος και επιβολή περιορισμού στην κυκλοφορία. Η σύγχρονη ελληνική ιστορία είναι γνωστή: το μετεμφυλιακό κράτος βασίστηκε στο διχασμό του λαού και έδωσε στο στρατό και τα σώματα ασφαλείας μια περιούσια θέση στα πολιτικά πράγματα. Εθεωρείτο λοιπόν μέσα σε περιόδους πολιτικής αναταραχής πιθανό αλλά και «φυσιολογικό» για μεγάλο μέρος του λαού να «επέμβει ο στρατός». Η σήψη του δημοκρατικού πολιτεύματος είχε φθάσει στις παραμονές του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 σε τέτοιο σημείο, ώστε πολύ σοβαρά να συζητείται το δίλημμα ποιοί θα κάνουν το πραξικόπημα πρώτοι οι στρατηγοί (Σπαντιδάκης) ή οι συνταγματάρχες (Παπαδόπουλος)… Όπως ξέρουμε το τζακ-ποτ το έπιασε τελικά ο δεύτερος… Κλείνω το θέμα «Ελλάδα» με μια ξεκάθαρη τοποθέτηση: μπορεί η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει πολλές κακές πλευρές, που τις βλέπουμε σήμερα, ας μην ξεχνάμε όμως ότι σε αυτή οφείλεται η σταθεροποίηση της δημοκρατίας μας και η θέση εκτός συζήτησης οποιουδήποτε ενδεχομένου στρατιωτικής δικτατορίας.
Η Τουρκία από την άλλη πλευρά αποτελεί μια πραγματικά ιδιάζουσα περίπτωση, μια χώρα που πάσχει από διπολική διαταραχή και χαρακτηρίζεται από ακραίες αντιθέσεις. Μπορεί ας πούμε να δεις super-dooper ουρανοξύστες δίπλα σε παράγκες. Κοριτσάκια που ντύνονται όπως η Μπιγιονσέ και η Ριάννα δίπλα σε γυναίκες με μπούρκα. Έτσι είναι και η πολιτική της ζωή. Για πολλές δεκαετίες ο τουρκικός στρατός ήταν επίσημα ο θεματοφύλακας της πολιτικής κληρονομιάς του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ο Ατατούρκ έβγαλε την Τουρκία από την εποχή των Σουλτάνων και την έκανε σύγχρονο κοσμικό κράτος προσανατολισμένο στο δυτικό κόσμο και κοινοβουλευτική δημοκρατία, επιφορτίζοντας άτυπα το στρατό με την πάση θυσία διαφύλαξη αυτού του μοντέλου. Το τίμημα αυτής της κληρονομιάς ήταν μεγάλο για την τουρκική δημοκρατία. Κάθε φορά που κάτι δεν άρεσε στο Στρατό και το πανίσχυρο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας επειδή παρεξέκλινε από τις αρχές του Κεμαλισμού, ανέτρεπε εκλεγμένες κυβερνήσεις και αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό συνέβη το 1960 με την ανατροπή του πρωθυπουργού Αντνάν Μεντερές, που καταδικάστηκε σε θάνατο και απαγχονίστηκε, το 1971 με την ανατροπή του πρωθυπουργού Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, ο οποίος ανετράπη εκ νέου το 1980 από το διαβόητο στρατηγό Κενάν Εβρέν, που επέβαλε μια από τις πιο στυγνές δικτατορίες της σύγχρονης εποχής. Τελευταίο επιτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία ήταν αυτό του 1997, όταν ο στρατός ανέτρεψε τον εκλεγμένο ισλαμιστή πρωθυπουργό Νεζμεντίν Ερμπακάν. Στη συνέχεια ανέτειλε το άστρο του Ταγίπ Ερντογάν, που ήρθε σε μετωπική ρήξη με το στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας. Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ο αέρας άρχουσας ελιτ που έχουν οι τούρκοι στρατιωτικοί δε συγκρίνεται με τίποτε. Ένα πραγματικά «βαθύ κράτος εν κράτει». Για πρώτη φορά ένας πολιτικός τους κοντράρισε τόσο πολύ στα ίσια. Ο Ερντογάν τους έπαιξε σε ένα γήπεδο που ήταν ανίσχυροι: λαϊκιστής και ισλαμιστής, αναβίωσε στα πιο καθυστερημένα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας τα κοιμισμένα αντανακλαστικά του «πατερούλη», του «προστάτη», του «δυναμικού σουλτάνου» πασπαλισμένα με μπόλικο ισλάμ και περιορισμό των ελευθεριών, που συνάδουν με μια μοντέρνα κοινωνία. Οι στρατιωτικοί δεν κάθησαν με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά ο αντίπαλος ήταν σκληρό καρύδι: οι συνομωσίες της «Βαριοπούλας» και της οργάνωσης «Εργκένεκον» σύντομα αποκαλύφθηκαν και εξαρθρώθηκαν. Παράλληλα, ο Ερντογάν συνέχισε να κινείται όλο και περισσότερο προς το ισλάμ με αποκορύφωμα τον ιδιαίτερα ύποπτο ρόλο του στη δημιουργία και επέκταση του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ, προφανώς για να βγάλει από τη μέση έτσι τους Κούρδους. Έτσι φθάσαμε στην προχθεσινή απόπειρα πραξικοπήματος. Κάποιοι πρόσεξαν μια σύμπτωση στην ημερομηνία (15/7) με το πραξικόπημα του 1974, που ανέτρεψε το Μακάριο στην Κύπρο, αλλά είναι φυσικά απλή σύμπτωση. Για πρώτη φορά στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία αποτυγχάνει και αυτό από μόνο του αποτελεί ιστορική καμπή. Όπως φαίνεται ο Ερντογάν έχει πλέον ξεδοντιάσει εντελώς τους στρατιωτικούς, που παρά τη μεγάλη τους «τεχνογνωσία» επί του θέματος δεν κατάφεραν να κινητοποιήσουν εναντίον του ολόκληρο το στράτευμα. Από την άλλη ο ίδιος επιστράτευσε υπέρ του μεγάλο μέρος του λαού, που τον ακολουθεί αποφασισμένο ακόμη και να χάσει τη ζωή του για χάρη του. Φυσικά, μετά από αυτό ο ενισχυμένος Ερντογάν θα γίνει ακόμα χειρότερος και η κατ’επίφαση τουρκική δημοκρατία θα φιμωθεί απόλυτα.
Πέρα όμως από τη τουρκική ιδιαιτερότητα, μπορεί να τεθεί το ερώτημα: Πόσο μπορεί να σταθεί στις σημερινές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες ένα πραξικόπημα ανά τον κόσμο; Η απάντηση είναι αρνητική. Θεωρώ κρίσιμη σήμερα την ύπαρξη του διαδικτύου, που κάνει τα πράγματα πολύ πιο δύσκολα για τους επίδοξους πραξικοπηματίες ανά τον κόσμο. Περισσότερη πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση των λαών κάνουν τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες κοινωνίες το ενδεχόμενο αδιανόητο, ακόμη και αν οι θεσμοί λειτουργούν προβληματικά, όπως εν πολλοίς παρ’ημίν. Τα πραξικοπήματα είναι πλέον «ντεμοντέ» και έχουν περιοριστεί κυρίως σε χώρες της Αφρικής. Τα τελευταία χρόνια πραξικοπήματα έχουν γίνει στο Νίγηρα (2010), τη Γουϊνέα και το Μάλι (2012), την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και το Μπενίν (2013), τη Μπουρκίνα Φάσο και το Μπουρούντι (2015). Είναι όμως πραγματικά αξιοσημείωτη η εκδήλωση και επιτυχία πραξικοπημάτων σε χώρες όπως η Ταϊλάνδη (2014) αλλά και η Αίγυπτος (2013).