Ο Πλάτων ταξίδεψε τρεις φορές στη Σικελία μετά από πρόσκληση των τυράννων των Συρακουσών, που υποτίθεται ότι ήθελαν την καθοδήγησή του για να γίνει η διακυβέρνησή τους πιο «πεφωτισμένη». Ο Πλάτων επιχείρησε εκεί να πραγματοποιήσει το πολιτικό του όραμα μέσα από τη σύζευξη της πολιτικής με τη φιλοσοφία, αλλά δεδομένης της αυταρχικής νοοτροπίας των οικοδεσποτών του, που δεν είχαν καμία όρεξη να την αλλάξουν, το εγχείρημά του είχε απογοητευτική κατάληξη. Έτσι όταν επέστρεψε σαν βρεγμένη γάτα στην Αθήνα αντιμετώπισε πλήθος ειρωνικά σχόλια για τη «σαγήνη» που είχαν ασκήσει πάνω του οι Συρακούσες.
Στο βιβλίο του Μαρκ Λίλα, καθηγητή φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Κολούμπια με τον ίδιο τίτλο «Η Σαγήνη των Συρακουσών – Οι διανοούμενοι στην πολιτική» γίνεται μια ενδιαφέρουσα (αν και ατελής κατά τη γνώμη μου) προσπάθεια να διερευνηθεί η σχέση μεγάλων διανοητών του 20ου αιώνα με ολοκληρωτικά καθεστώτα. Έτσι αναλύονται οι περιπτώσεις των φιλοσόφων Μάρτιν Χάιντεγκερ, Καρλ Σμιτ, Μισέλ Φουκώ, Ζακ Ντεριντά, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Αλεξάντερ Κοζέβ άλλων στον πυρήνα, και άλλων στις παρυφές του ναζισμού ή του μαρξισμού. Λέω πιο πάνω ότι η προσπάθεια είναι ατελής επειδή ο κατάλογος θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος και με περισσότερα τρανταχτά ονόματα προερχόμενα και από άλλους τομείς πέραν της φιλοσοφίας. Για παράδειγμα δύο κορυφαίοι ποιητές αλλά και υμνητές του φασισμού, ο Τομάζο Μαρινέτι (ιδρυτής του κινήματος του φουτουρισμού) και ο περίφημος Έζρα Πάουντ, καθώς επίσης και οι ξεκάθαροι υποστηρικτές του σταλινικού ολοκληρωτισμού ο συγγραφέας Αντρέ Ζιντ, ο ποιητής Λουί Αραγκόν και ο φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ. Ίσως όμως τότε το βιβλίο θα προέκυπτε ογκώδες, ενώ τώρα είναι ένα καλό έναυσμα για ενημέρωση και προβληματισμό.
Οι περιπτώσεις που ξεχώρισα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο ήταν δύο και σχετίζονται αμφότερες με το ναζισμό: Μάρτιν Χάιντεγκερ και Καρλ Σμιτ.
Μάρτιν Χάιντεγκερ
Ο Χάιντεγκερ θεωρείται ο μέγιστος φιλόσοφος του 20ου αιώνα με κυριότερο έργο του το «Το Είναι και ο Χρόνος». Η προσέγγισή του με το ναζισμό προέκυψε από την ιδιότυπη γοητεία που άσκησαν στο χαρισματικό κατά τα άλλα πνεύμα του τα χονδροειδούς κοπής ναζιστικά ιδεώδη του πανγερμανισμού και η προσωπικότητα του Χίτλερ. Οι φιλοναζιστικές τοποθετήσεις του στάθηκαν αιτία της ρήξης με έναν άλλο επιφανή συνάδελφό του φιλόσοφο, τον Καρλ Γιάσπερς. Στην τελευταία συνάντηση Γιάσπερς και Χάιντεγκερ, τον Ιούνιο του 1933 πριν διακόψουν τη φιλία τους και στην απορία του Γιάσπερς πώς μπορεί ένας τόσο ακαλλιέργητος άνθρωπος όπως ο Χίτλερ να κυβερνά τη Γερμανία, ο Χάιντεγκερ εξανέστη και απάντησε: «Η καλλιέργεια δεν έχει σημασία… Κοιτάξτε τα υπέροχα χέρια του!». Το ίδιο προσπάθησε να τον «ξεκολλήσει» η τότε μαθήτρια και ερωμένη του Χάνα Άρεντ, μεγάλη φιλόσοφος και η ίδια. Ο Χάιντεγκερ παρέμεινε αμετανόητος χωρίς ποτέ να κληθεί μεταπολεμικά να λογοδοτήσει. Μάλιστα μετά τον πόλεμο όχι μόνο δε στιγματίστηκε για τη στάση του αυτή, αλλά γνώρισε και τη μεγαλύτερη αναγνώριση του βαρυσήμαντου κατά τα άλλα φιλοσοφικού έργου του.


Η περίπτωση του Καρλ Σμιτ όμως με εξιτάρισε ακόμη περισσότερο. Ήταν νομικός, έγινε γνωστός ως «ο εστεμμένος νομικός του Γ΄ Ράϊχ», πολιτικός επιστήμονας, κορυφαίος και διάσημος φιλόσοφος του Δικαίου, πολιτειολόγος και συνταγματολόγος, ένας από αυτούς που προετοίμασαν και στήριξαν θεωρητικά το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα και χαρακτηρίστηκε ως ο θεωρητικός του.

Το πλούσιο έργο του παρά το ρατσιστικό και αντισημιτικό χαρακτήρα του (πράγμα που υπό κανονικές συνθήκες θα το είχε οδηγήσει τον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας), όλως παραδόξως άντεξε και μελετάται εμβριθώς μέχρι σήμερα. Γιατί άραγε; Επειδή ο Καρλ Σμιτ εισάγει την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα της αντιπαλότητας στο χώρο της πολιτικής αλλά και ευρύτερα. Λέει με λίγα λόγια ότι κανένα πολιτικό σύστημα και ιδεολογία δε μπορεί να σταθεί εάν δεν έχει εχθρούς. Ακόμη και αν δεν υπάρχουν εχθροί είναι αναγκαίο να τους κατασκευάσουμε, γιατί η ύπαρξή τους είναι όρος για τη δική μας οντότητα, αλλιώς δεν έχουμε λόγο ύπαρξης. Και εδώ αρχίζει το μεγάλο πανηγύρι. Οι Ναζί έκαναν σημαία τους αυτό το σκεπτικό και άρχισαν να κυνηγάνε ολόγυρα εχθρούς που ξεκάθαρα είχαν κατασκευάσει μέσα στα (άρρωστα) κεφάλια τους: Εβραίους, κομμουνιστές, Σλάβους, Ρομά, ότι μπορεί να φανταστεί κανείς, αρκεί πάντα να υπάρχει ένας μπαμπούλας προς εξόντωση… Το «πατρόν» αυτό αποτελεί έκτοτε σταθερή αξία κάθε ολοκληρωτισμού και αυταρχισμού. Έχει όμως γούστο που τη θεωρία αυτή του Καρλ Σμιτ περί αντιπαλότητας υιοθέτησαν αργότερα εκθύμως και οι τρομοκρατικές οργανώσεις της Άκρας Αριστεράς τη δεκαετία του ’70 (Ερυθρές Ταξιαρχίες, Μπαάντερ-Μάινχοφ, Αξιόν Ντιρέκτ, κ.λ.π.). Αλλά ακόμη και σήμερα στην εγχώρια πολιτική πραγματικότητα, η τακτική του να δημιουργούμε πάντα εχθρούς για να μας δίνουν νόημα και να καλύπτουν την ανυπαρξία μας ακολουθείται με ευλάβεια. Κάποιος πρέπει να υπάρχει απέναντι κάθε φορά ως «αντίπαλός μας», ως ο «κακός» της υπόθεσης. Τα παραδείγματα ουκ ολίγα αλλά ας μη μπούμε σε τέτοια περιπτωσιολογία, εξάλλου μπορεί να μην είναι έτσι και απλώς να είναι ιδέα μου …